ηλεκτροεγκεφαλογραφία — (ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
υστεροεπιληψία — η, Ν ιατρ. υστερικοί σπασμοί που μοιάζουν με επιληψία, από την οποία πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση, διότι στην υστεροεπιληψία τα αντανακλαστικά και οι αντιδράσεις στα ερεθίσματα στο πάσχον μέρος τού σώματος είναι φυσιολογικά και το… … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
σπασμοί — (Ιατρ.). Απότομες, διαλείπουσες και ακούσιες συσπάσεις, που μπορεί να αφορούν τους μυς ολόκληρου του σώματος ή μόνο ορισμένες μυϊκές ομάδες. Διακρίνονται σε τονικούς, στους οποίους η μυϊκή σύσπαση διαρκεί αρκετά, και κλονικούς, στους οποίους… … Dictionary of Greek